- μπάζω
- 1. βάζω μέσα, εισάγω κάτι σε έναν χώρο («μπάζω τα παλιά πράγματα στην αποθήκη»)2. μτφ. δίνω θέση, παρέχω αρμοδιότητα («εκείνος οπού στην διεύθυνσιν τών εργασιών του μπάζει σύντροφο την γυναίκα του», Λασκαρ.)3. (για υφάσματα, και ενδύματα) μαζεύω («έπλυνα την μπλούζα με ζεστό νερό και έμπασε»)4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπασμένος, -η, -οα) καλά πληροφορημένος για κάτι, αυτός που γνωρίζει κάτι καλά («είναι μπασμένος στη δουλειά»)β) αυτός που έχει δυσανάλογα χαμηλό ανάστημα («μην τόν βλέπεις έτσι μπασμένο, τά 'χει τα χρονάκια του»)5. (τριτοπρόσ.) μπάζει·αφήνει να περνά νερό ή αέρας (α. «η βάρκα μπάζει νερά» β. «κλείσε την πόρτα γιατί μπάζει»)6. φρ. α) «τόν μπάζω στον νόημα» — ενημερώνω κάποιον για κάτι, κάνω κάποιον να αρχίσει να καταλαβαίνει κάτι («σιγά σιγά τόν μπάζω στο νόημα τής επιχείρησης»)β) «μπάζω κάποιον μέσα» — κάνω κάποιον να ζημιωθεί, ιδίως τού παίρνω δανεικά χωρίς να τά επιστρέψω («τόν έμπασε μέσα ένα εκατομμύριο»)γ) «τόν -ή τήν- μπάζω κρυφά» — τόν -ή τήν- δέχομαι κρυφά στο σπίτι μου για κάποιον σκοπό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμ-βάζω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε- (πρβλ. μπαίνω < ἐμ-βαίνω), όπου το αρχαίο -β- / b / σε περιβάλλον μετά από έρρινο σύμφωνο (μ, ν) διατήρησε την αρχαία του προφορά].
Dictionary of Greek. 2013.